Στις δίκες όπου υπάρχουν καταγγελίες για την κακοποίηση και παραμέληση παιδιών είναι πολύ συχνό οι μάρτυρες υπεράσπισης του θύματος να καταμηνύονται ψευδώς με στόχο να σιωπήσουν. Είναι, επομένως, σημαντικό τόσο οι επαγγελματίες που περιστοιχίζουν το παιδί, για παράδειγμα, δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί, όσο και το στενό οικογενειακό, φιλικό και κοινωνικό περιβάλλον να είναι ενημερωμένο για τη νομοθεσία που διέπει την υποχρέωση αναφοράς κακοποίησης – παραμέλησης των παιδιών. Όπως διαβάζουμε στον Οδηγό Eφαρμογής του Πρωτοκόλλου Διερεύνησης, Διάγνωσης και Διαχείρισης Κακοποίησης – Παραμέλησης Παιδιών για Επαγγελματίες:
- Το άρθρο 23 του νόμου 3500/2006 επιτάσσει ότι ο εκπαιδευτικός δημοσίου ή ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος, καθώς και πάσης φύσεως Μονάδων Προσχολικής Αγωγής που αντιλαμβάνεται ή πληροφορείται ότι έχει διαπραχθεί έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας εις βάρος ανηλίκου, έχει την υποχρέωση να το ανακοινώνει στο διευθυντή της σχολικής μονάδας και εκείνος να το καταγγείλει αμέσως στον εισαγγελέα ή την αστυνομία.
- Σύμφωνα με το άρθρο 37 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, οι ανακριτικοί υπάλληλοι που πληροφορήθηκαν για αξιόποινη πράξη (η κακοποίηση και η παραμέληση παιδιού στοιχειοθετούν ποινικά αδικήματα!) που διώκεται αυτεπαγγέλτως οφείλουν αμέσως να το ανακοινώσουν στον αρμόδιο εισαγγελέα.
- Επίσης, κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και εκείνοι στους οποίους ανατέθηκε προσωρινά δημόσια υπηρεσία, έχουν την ίδια υποχρέωση για τα αδικήματα που πληροφορήθηκαν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
- Ακόμα και οι ιδιώτες οι οποίοι αντιλήφθηκαν οι ίδιοι αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως οφείλουν να την αναγγείλουν στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών ή σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο στις περιπτώσεις που προβλέπεται από το νόμο (ΚΠΔ 40§1) (π.χ. παρασιώπηση κακουργήματος, κατωτέρω). Σε περίπτωση που έλαβαν γνώση της τελεσθείσας πράξης περισσότεροι, καθένας υποχρεούται ξεχωριστά να αναγγείλει την αξιόποινη πράξη (ΚΠΔ 40§3).
- Μάλιστα, ειδικά η παρασιώπηση κακουργήματος [π.χ. βαριά σωματική βλάβη ανηλίκου, μεθοδευμένη (σκοπούμενη) σωματική βλάβη, βιασμός, αιμομιξία, κατάχρηση ανηλίκου σε ασέλγεια, αποπλάνηση παιδιού, μαστροπεία, ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής], το οποίο πληροφορήθηκε κάποιος με αξιόπιστο τρόπο ότι συμβαίνει ή μελετάται να συμβεί συνιστά ποινικό αδίκημα (ΠΚ 232 §1).
- Η ευθύνη του επαγγελματία για αναφορά όταν αντιλαμβάνεται ή υποψιάζεται ότι ένα παιδί κακοποιείται ή παραμελείται δεν επιμερίζεται και βαρύνει τον καθένα ξεχωριστά. Η ευθύνη υφίσταται ακέραια σε κάθε ένα επαγγελματία που έχει λάβει γνώση, ανεξάρτητα με τις ενέργειες που ακολούθησαν ή όχι οι συνάδελφοι, προϊστάμενοι ή υφιστάμενοί του.
- Τέλος, προβλέπεται ρητά στο νόμο ότι δικαίωμα καταγγελίας αξιόποινων πράξεων που διώκονται αυτεπαγγέλτως έχουν όλοι και όχι μόνο αυτός που αδικήθηκε (ΚΠΔ 42 §1).
Ενδοιασμοί επαγγελματιών πριν από την αναφορά
Ο επαγγελματίας ενδεχομένως να βιώνει συγκρουσιακά συναισθήματα σχετικά με τη λήψη απόφασης γνωστοποίησης μιας πιθανής υπόθεσης στις αρμόδιες αρχές. Μερικά κοινά σημεία που μπορεί να αποτελέσουν αποτρεπτικό παράγοντα γνωστοποίησης κακοποίησης ή/και παραμέλησης παιδιών είναι:
➜ ο φόβος για λανθασμένη γνωστοποίηση
➜ ο φόβος αρνητικών αντιδράσεων από τους συναδέλφους ή τους γονείς/φροντιστές του παιδιού
➜ η ανησυχία ότι οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν θα παράσχουν επαρκή βοήθεια στα παιδιά-θύματα
➜ η συμπάθεια προς τους γονείς/φροντιστές και η πεποίθηση ότι δεν θα βλάψουν το παιδί
➜ η πίστη ότι η γνωστοποίηση της κακοποίησης ή/και παραμέλησης θα φέρει μόνο αρνητικές συνέπειες για τα παιδιά και τις οικογένειές τους
➜ η ανησυχία για την εμπλοκή στη νομική διαδικασία
➜ η δυσαρέσκεια και τα αρνητικά σχόλια από προηγούμενες εμπειρίες γνωστοποίησης περιστατικών
κακοποίησης
➜ ο φόβος της παρερμηνείας πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων
Η ανάληψη δράσης και η απόφαση γνωστοποίησης ενός πιθανού περιστατικού κακοποίησης είναι ιδιαιτέρως σημαντική και τα παραπάνω συναισθήματα δεν είναι ασυνήθιστα. Ωστόσο, οι επαγγελματίες που ασχολούνται με τα παιδιά, πρέπει να ξεπερνούν αυτά τα συναισθήματα, γιατί αφενός υπάρχει υποχρέωση γνωστοποίησης της υποψίας κακοποίησης ή/και παραμέλησης παιδιών από το νόμο και αφετέρου είναι ηθικά επιβεβλημένο προκειμένου να διασφαλιστεί η προστασία των παιδιών. Η αναφορά προστατεύει τα κακοποιημένα παιδιά από περαιτέρω κακοποίηση. Επιπλέον, με την ενέργεια αυτή (στις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας) προστατεύονται ταυτόχρονα και τα υπόλοιπα παιδιά της οικογενείας αλλά και οι γονείς/φροντιστές, οι οποίοι έχουν την ευκαιρία να δεχθούν βοήθεια για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είτε είναι προσωπικά είτε αφορούν την αλληλεπίδρασή τους με τα παιδιά.