Στις 17 Μαρτίου 2022, στην 66η σύνοδο της Επιτροπής για τη Θέση των Γυναικών του ΟΗΕ (CSW), η ειδική εισηγήτρια για τη βία κατά των γυναικών, Reem Alsalem, συγκάλεσε ομάδα εργασίας με στόχο η επιτροπή να δηλώσει ανοιχτά την αντίθεση της στην χρήση της επικίνδυνης οπισθοδρομικής θεωρίας της “γονεϊκής αποξένωσης” στις δικαστικές υποθέσεις για την επιμέλεια των παιδιών.
Στην ομάδα εργασίας, στην οποία συμμετείχαν πολλοί καταξιωμένοι ειδικοί εμπειρογνώμονες από τη διεθνή νομική και ακαδημαϊκή κοινότητα, συζητήθηκαν οι σοβαροί κίνδυνοι για την ασφάλεια και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού που προκύπτουν από την διαδεδομένη χρήση της θεωρίας της “γονεϊκής αποξένωσης” στις νομικές διαδικασίες.
Στο εισαγωγικό σημείωμα της ομάδας εργασίας διαβάζουμε:
Τις τελευταίες δεκαετίες, η έννοια της “γονεϊκής αποξένωσης” ή του “συνδρόμου γονεϊκής αποξένωσης” χρησιμοποιείται πολύ συχνά σε δίκες για την επιμέλεια, ιδίως όταν ένα παιδί εκφράζει φόβο ή έχει αποφευκτική συμπεριφορά προς έναν γονέα. Παρά την έλλειψη αξιόπιστης επιστημονικής τεκμηρίωσης και παρά το γεγονός ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει αφαιρέσει την έννοια από το ευρετήριο του, αυτή εξακολουθεί, ρητά ή υπόρρητα, να αποτελεί σημείο αναφοράς στα διεθνή δικαστικά συστήματα, με σοβαρές επιπτώσεις για τα δικαιώματα γυναικών και παιδιών.
Σύμφωνα με τη θεωρία της “γονεϊκής αποξένωσης”, ο φόβος και η αποφευκτική συμπεριφορά του παιδιού απέναντι στον μη προτιμώμενο γονέα, μετά τον χωρισμό ή το διαζύγιο, οφείλεται σε χειραγώγηση από τον προτιμώμενο γονέα με στόχο να στρέψει το παιδί εναντίον του. Στις υποτιθέμενες ενδείξεις για την “αποξένωση” συμπεριλαμβάνονται και η αντίσταση του παιδιού στην επικοινωνία με τον έναν γονέα, η ισχυρή προτίμηση ή συμμαχία του παιδιού με τον άλλον γονέα, η εχθρική στάση του παιδιού απέναντι στην ευρύτερη οικογένεια του “αποξενωμένου” γονέα, και οι φαινομενικά “επιπόλαιοι” λόγοι για την αποφευκτική του συμπεριφορά [1].
Αν και οι σύγχρονοι υποστηρικτές της θεωρίας χρησιμοποιούν ουδέτερη γλώσσα ως προς το φύλο, οι ισχυρισμοί για “γονεϊκή αποξένωση” αφορούν σε συντριπτική πλειοψηφία γυναίκες, ιδίως όταν υπάρχουν καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία ενάντια στις ίδιες ή στα παιδιά τους. Λόγω της υφιστάμενης έμφυλης διάκρισης κατά των γυναικών, η δικαιοσύνη πολύ συχνά θεωρεί λιγότερο αξιόπιστες τις γυναίκες όταν καταγγέλουν ενδοοικογενειακή βία, από ότι τους άντρες όταν την αρνούνται. Επιπλέον, οι καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία αντιμετωπίζονται ως απόπειρα παρεμπόδισης της επικοινωνίας πατέρα και παιδιού. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι δικαστές αποδίδουν εξαιρετική σημασία στο δικαίωμα επικοινωνίας του πατέρα με το παιδί και συχνά τιμωρούν τη μητέρα (ακόμα και με απώλεια γονικής μέριμνας ή φυλάκιση) για την υποτιθέμενη παρεμπόδιση της επικοινωνίας. Ακόμα και σε χώρες όπου έχει απαγορευτεί η χρήση της θεωρίας της “γονεϊκής αποξένωσης” σε νομικές διαδικασίες, οι δικαστικές αποφάσεις συχνά καταφεύγουν στη λογική και την επιχειρηματολογία της, έστω και υπόρρητα.
Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι στο όνομα της προστασίας των παιδιών, αυτές οι δικαστικές αποφάσεις καταλήγουν συχνά να τα εκθέτουν σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο αναθέτοντας την επιμέλεια τους στον κακοποιητικό γονέα. Σε πολλές περιπτώσεις, στις δικαστικές υποθέσεις για την επιμέλεια, τα παιδιά που καταγγέλουν κακοποίηση από τον πατέρα δεν εισακούγονται, ενώ τα συναισθήματα και οι μαρτυρίες τους αντιμετωπίζονται ως προϊόν υποβολής. Ακόμη και η άρνηση του παιδιού ότι έχει χειραγωγηθεί αντιμετωπίζεται ως ένδειξη “αποξένωσης”. Ως αποτέλεσμα, παραβιάζεται το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού να είναι απαλλαγμένο από τη βία, σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού (Άρθρο 19.1) [2], και οι σοβαροί ισχυρισμοί για σωματική και σεξουαλική κακοποίηση δεν αξιολογούνται και δεν διερευνώνται επαρκώς. Στην πραγματικότητα, οι έρευνες δείχνουν ότι οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να χάσουν την επιμέλεια των παιδιών τους εάν ισχυριστούν ότι ο πατέρας ήταν κακοποιητικός προς το παιδί τους, παρά όταν καταγγέλουν βία ενάντια στις ίδιες [3].
Το 2019, μετά από συνεδρίαση της Συνόδου των Ανεξάρτητων Μηχανισμών Εμπειρογνωμόνων για την εξάλειψη των διακρίσεων και της βίας κατά των γυναικών, υπό την προεδρία της ειδικής εισηγήτριας για τη βία κατά των γυναικών, οι εμπειρογνώμονες εξέδωσαν κοινή δήλωση για την συσχέτιση ανάμεσα στη βία κατά των γυναικών και την επιμέλεια των παιδιών. Οι εμπειρογνώμονες υποστήριξαν ότι η ενδοοικογενειακή βία κατά των γυναικών θα πρέπει να αποτελεί προσδιοριστικό παράγοντα για τον καθορισμό της επιμέλειας των παιδιών και αποθάρρυναν την κατάχρηση της “γονεϊκής αποξένωσης” και παρόμοιων εννοιών οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την στέρηση της επιμέλειας των παιδιών από τη μητέρα και την ανάθεσή της στον πατέρα που κατηγορείται για ενδοοικογενειακή βία. Αυτή η θέση ενισχύει την υπάρχουσα νομολογία και τα πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί από τους μηχανισμούς για το θέμα της ενδοοικογενειακής βίας.
Υποσημειώσεις
[1] Αυτά τα οκτώ κριτήρια για τη διάκριση του “αποξενωμένου” από το κακοποιημένο παιδί, δεν στηρίζονται σε αξιόπιστα εμπειρικά δεδομένα και ως εκ τούτου δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται όταν αξιολογείται η ασφάλεια και το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Αποτελούν υποκειμενικές κλινικές παρατηρήσεις “ειδικών”, και θα μπορούσαν εξίσου να αποτελούν κριτήρια για την ύπαρξη κακοποίησης. Περισσότερα εδώ.
[2] Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού
Άρθρο 19
1. Τα Συµβαλλόµενα Κράτη λαµβάνουν όλα τα κατάλληλα νοµοθετικά, διοικητικά, κοινωνικά και
εκπαιδευτικά µέτρα, προκειµένου να προστατεύσουν το παιδί από κάθε µορφή βίας, προσβολής ή
βιαιοπραγιών σωµατικών ή πνευµατικών, εγκατάλειψης ή παραµέλησης, κακής µεταχείρισης ή
εκµετάλλευσης, συµπεριλαµβανόµενης της σεξουαλικής βίας, κατά το χρόνο που βρίσκεται υπό
την επιµέλεια των γονέων του ή του ενός από τους δύο, του ή των νοµίµων εκπροσώπων του ή
οποιουδήποτε άλλου προσώπου στο οποίο το έχουν εµπιστευθεί.
2. Αυτά τα προστατευτικά µέτρα θα πρέπει να περιλαµβάνουν, όπου χρειάζεται, αποτελεσµατικές
διαδικασίες για την εκπόνηση κοινωνικών προγραµµάτων, που θα αποσκοπούν στην παροχή της
απαραίτητης υποστήριξης στο παιδί και σε αυτούς οι οποίοι έχουν την επιµέλειά του, καθώς και
για άλλες µορφές πρόνοιας και για το χαρακτηρισµό, την αναφορά, την παραποµπή, την
ανάκριση, την περίθαλψη και την παρακολούθηση της εξέλιξής τους στις περιπτώσεις κακής
µεταχείρισης του παιδιού που περιγράφονται πιο πάνω, και όπου χρειάζεται, για διαδικασίες
δικαστικής παρέµβασης.
[3] H Joan Meier, που συμμετείχε στην ομάδα εργασίας της Συνόδου, διεξήγαγε μία εμβληματική έρευνα στην οποία ανέλυσε τα αποτελέσματα περισσότερων από 2.000 δικαστικών αποφάσεων. Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας έδειξαν πως όταν οι μητέρες καταγγέλλουν την κακοποίηση των παιδιών τους, οι δικαστές τείνουν να μην κρίνουν τις μαρτυρίες τους ως αξιόπιστες. “Courts are skeptical of mothers’ claims of abuse by fathers; this skepticism is greatest when mothers claim child abuse. The findings also confirm that fathers’ cross-claims of parental alienation increase (virtually doubling) courts’ rejection of mothers’ abuse claims, and mothers’ losses of custody to the father accused of abuse. In comparing court responses when fathers accuse mothers of abuse, a significant gender difference is identified. Finally, the findings indicate that where Guardians Ad Litem or custody evaluators are appointed, unfavorable outcomes for mothers and gender differences are increased” (σύνδεσμος για την έρευνα παρακάτω στη βιβλιογραφία).
Βιβλιογραφία | Πηγές
Σύνδεσμος για την ανακοίνωση της επιτροπής του ΟΗΕ για τη Θέση των Γυναικών
Σύνδεσμος για τη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού
Meier, Joan S. and Dickson, Sean and O’Sullivan, Chris and Rosen, Leora and Hayes, Jeffrey, Child Custody Outcomes in Cases Involving Parental Alienation and Abuse Allegations (2019). GWU Law School Public Law Research Paper No. 2019-56; GWU Legal Studies Research Paper No. 2019-56. Link