Ισχυρισμοί περί γονεϊκής αποξένωσης δεν υποστηρίζονται μόνο σε υποθέσεις όπου υπάρχει κακοποίηση. Όταν όμως συνυπάρχουν, τότε οι υποθέσεις εξελίσσονται σε ιδιαίτερα επικίνδυνες και δυνητικά επιβλαβείς. Η κατάχρηση της έννοιας της “γονεϊκής αποξένωσης” ως στρατηγικής, προκειμένου να αντικρουστούν καταγγελίες για κακοποίηση έχει περιγραφεί εκτενώς στην βιβλιογραφία (Hunter, Burton and Trinder 2020; Meier 2009; Milchman 2017; Silberg and Dallam 2019). Ωστόσο, εκτός από την κριτική που σχετίζεται με την κακοποίηση είναι αναγκαίο να εξετάσουμε με λεπτομέρεια τις έρευνες, οι οποίες αναφέρονται συστηματικά στην σχετική βιβλιογραφία προκειμένου να υποστηριχθεί η επιστημονική εγκυρότητα της θεωρίας της γονεϊκής αποξένωσης.
Η “γονεϊκή αποξένωση” ως όπλο στις δικαστικές υποθέσεις για την επιμέλεια
Έχουν περάσει 40 χρόνια από τότε που η θεωρία της “γονεϊκής αποξένωσης” έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή της στις ΗΠΑ, με τον Richard Gardner, ωστόσο δεν υπάρχει ακόμα ενιαίος κλινικός ή επιστημονικός ορισμός (Johnston and Sullivan 2020). Ο τρόπος με τον οποίο περιγράφεται πολύ γενικά στη βιβλιογραφία είναι η ιδέα ότι ο φόβος και η απόρριψη προς τον έναν γονέα (συνήθως εκείνον που δεν έχει την επιμέλεια) προέρχεται από την κακόβουλη επιρροή του προτιμώμενου γονέα (που συνήθως έχει την επιμέλεια). Οι περισσότεροι μελετητές της θεωρίας αυτής αναγνωρίζουν ότι η υπόθεση της “γονεϊκής αποξένωσης” θα πρέπει να εξετάζεται μόνο εάν η αποφευκτική συμπεριφορά του παιδιού δεν έχει εύλογη αιτία, συμπεριλαμβανομένης, μεταξύ άλλων και της κακοποίησης (Bernet et al. 2018).
Στη βάση της θεωρίας της “γονεϊκής αποξένωσης” υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη αλήθεια: οι γονείς, πράγματι, προσπαθούν ορισμένες φορές να στρέψουν τα παιδιά εναντίον του άλλου γονέα, ιδίως σε συνθήκες χωρισμού. Όσο όμως η έννοια της “αποξένωσης” δεν περιβάλλονταν από μία επίφαση επιστημονικότητας, αυτή η συνηθισμένη ανθρώπινη συμπεριφορά δεν θεωρούνταν ότι συνεπάγεται των “καταστροφικών” συνεπειών που περιγράφονται στην θεωρία της “γονεϊκής αποξένωσης”. Η θεώρηση ότι τα παιδιά που υπόκεινται σε τέτοιου τύπου συμπεριφορές σημαδεύονται οριστικά και αμετάκλητα και απολλύουν, ενδεχομένως οριστικά, τη σχέση τους με τον “αποξενωμένο” γονέα έγινε κοινός τόπος στις δικαστικές αίθουσες μόνον αφότου ξεκίνησε να γίνεται ευρύτερα λόγος για το σύνδρομο “γονεϊκής αποξένωσης” και την “γονεϊκή αποξένωση” ως “επιστημονικές” έννοιες (Meier 2021).
Πριν από την ψυχιατρικοποίηση της ανεπιθύμητης γονεϊκής συμπεριφοράς (Milchman, Geffner & Meier 2020) οι καταγγελίες γονέων και παιδιών για ενδοοικογενειακή βία δεν θεωρούνταν αυτομάτως αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη γονεϊκής αποξένωσης, όπως γίνεται σήμερα (Kansas City Star Editorial Board 2020; Meier 2020). Επίσης, το γεγονός ότι μερικές φορές οι γονείς χρησιμοποιούν τα παιδιά τους για να βλάψουν τον άλλο γονέα δεν συνεπάγεται ότι ένας “ειδικός” μπορεί αντικειμενικά να γνωρίζει πότε οι αρνητικές απόψεις του ενός για τον άλλο είναι θεμιτές ή αθέμιτες, ούτε να γνωρίζει αν και σε ποιο βαθμό οι απόψεις αυτές μπορεί να έχουν προκαλέσει την “αποξένωση” ενός παιδιού από τον άλλο γονέα. Τέτοιοι τολμηροί ισχυρισμοί θα πρέπει να θεωρούνται αληθοφανείς μόνο εάν επιβεβαιώνονται από αξιόπιστες επιστημονικές έρευνες (Μeier 2021).
Απορρίπτοντας την “γονεϊκή αποξένωση” ως έγκυρη επιστημονική θεωρία, δεν σημαίνει ότι στις δικαστικές υποθέσεις για την επιμέλεια δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προσπάθειες ενός γονέα να στρέψει τα παιδιά εναντίον του άλλου γονέα. Σημαίνει, ωστόσο, ότι θα πρέπει οι δικαστές να είναι ιδιαίτερα επιφυλακτικοί όταν αξιολογούν τον αντίκτυπο τέτοιων συμπεριφορών, όταν εξετάζουν τους λόγους για τους οποίους τα παιδιά παρουσιάζουν αποφευκτική συμπεριφορά προς τον μη προτιμώμενο γονέα, και ιδίως σχετικά με την ικανότητα οποιουδήποτε τρίτου προσώπου να αξιολογήσει με ακρίβεια αυτές τις καταστάσεις. Και, τέλος, σημαίνει ότι καμία θεραπεία για τη “γονεϊκή αποξένωση” δεν μπορεί να θεωρηθεί επιστημονικά έγκυρη και αιτιολογημένη (Meier 2021).
H απόπειρα επιστημονικής τεκμηρίωσης της θέσης ότι τα κακοποιημένα παιδιά δεν απορρίπτουν τον κακοποιητικό γονέα από την Amy Baker
Όταν οι ειδικοί της “γονεϊκής αποξένωσης” καλούνται να απαντήσουν πώς διαχωρίζουν τα “αποξενωμένα” από τα κακοποιημένα παιδιά, αναφέρουν μια σειρά αυθαίρετων κριτηρίων. Ένα από αυτά είναι ότι τα κακοποιημένα παιδιά έχουν την τάση να μην απορρίπτουν τον κακοποιητή τους και να επιθυμούν να διατηρήσουν τη σχέση τους μαζί του, ενώ τα “αποξενωμένα” παιδιά κάνουν το αντίθετο, δηλαδή, απορρίπτουν τον κακοποιητή τους και ευθυγραμμίζονται με τον ασφαλή γονέα.
Η Amy Baker (2020) στην προσπάθεια της να υποστηρίξει την ιδέα ότι τα κακοποιημένα παιδιά επιθυμούν να διατηρήσουν τη σχέση τους με τον κακοποιητή γονέα παραπέμπει σε μία έρευνα των Rosenblum & Harlow (1963).
Κατά την Baker, αυτή η έρευνα – στην οποία συμμετείχαν μωρά πιθηκάκια που, αν και είχαν ανατραφεί από κακοποιητικές μητέρες, είχαν την τάση να αγκιστρώνονται σε αυτές περισσότερο από ότι τα μη κακοποιημένα πιθηκάκια – αποδεικνύει την υπόθεση ότι τα παιδιά που απορρίπτουν έναν γονέα δεν το κάνουν επειδή αυτός ο γονέας έχει υπάρξει κακοποιητικός.
Ακόμα κι αν αφήσουμε για λίγο στην άκρη το ότι οι πρωταγωνιστές αυτού του πειράματος δεν ήταν ανθρώπινα παιδιά, η Baker δεν αναφέρει στο άρθρο της ότι τον ρόλο της μητέρας στο συγκεκριμένο πείραμα διαδραμάτιζαν λούτρινα υποκατάστατα, με ενσωματωμένα μπιμπερό, στα οποία αγκιστρώνονταν τα πιθηκάκια όταν υποβάλλονταν σε κακοποίηση από τους ελεγκτές του πειράματος. Τόσο η συγκεκριμένη έρευνα όσο και ένας μικρός ακόμα αριθμός εμπειρικών ερευνών που αναφέρει η Baker (2020) για να υποστηρίξει τη θεωρία της “γονεϊκής αποξένωσης”, έχουν σοβαρά λάθη, τόσο στον σχεδιασμό όσο και στην υλοποίηση τους (Mercer, 2021).
Εικονογράφηση του πειράματος των Rosenblum & Harlow (1963) με τα πιθηκάκια, που χρησιμοποιεί η Amy Baker (2020) για να υποστηρίξει τη θέση ότι τα κακοποιημένα παιδιά δεν απορρίπτουν τον κακοποιητή τους.
Ή έρευνα των Rowen & Emery για την γονεϊκή αποξένωση ως μονομερή συμπεριφορά με αποτέλεσμα τη διάρρηξη των σχέσεων με τον έναν γονέα.
O Robert Emery, ψυχολόγος, ερευνητής και πρώην συντάκτης κοινωνικών επιστημών του Journal of the Association of Family & Conciliation Courts (AFCC)[1] μαζί με την συνάδελφο του την Jenna Rowen, επιδίωξαν να ελέγξουν ερευνητικά την βασική υπόθεση της θεωρίας της “γονεϊκής αποξένωσης”: ότι ο “αποξενωτής” γονέας επιτυγχάνει να στρέψει το παιδί εναντίον του άλλου γονέα, ως αποτέλεσμα μιας μονομερούς εκστρατείας δυσφήμισης (Rowen and Emery 2018).
Τα ευρήματα της έρευνας ήταν εντυπωσιακά καθώς δεν υποστήριξαν τη βασική υπόθεση της “γονεϊκής αποξένωσης” περί μονομερούς διάρρηξης της σχέσης του παιδιού με τον “αποξενωμένο” γονέα. Αυτό που έδειξαν τα αποτελέσματα, ήταν ότι όταν ο ένας γονέας δυσφημεί τον άλλον, πρόκειται σχεδόν πάντα για μία αμοιβαία – και όχι μονομερή – συμπεριφορά, που λειτουργεί εις βάρος του γονέα που έχει την πιο επιθετική συμπεριφορά. Το παιδί δεν στρέφεται κατά του γονέα που υφίσταται δυσφήμιση, αλλά κατά του γονέα που δυσφημεί πιο συχνά και με μεγαλύτερη ένταση (Rowen and Emery 2018).
☞ Όπως αναφέρουν οι Rowan & Emery:
Προκειμένου να θεωρήσουμε ότι η έννοια της “γονεϊκής αποξένωσης” αποδεικνύεται με βάση τα αυστηρά κριτήρια της επιστήμης, είναι επιτακτική η ανάγκη να υπάρξει εμπειρική θεμελίωση των ισχυρισμών που την υποστηρίζουν. Η αρχική εργασία που ολοκληρώσαμε σχετικά με τη “γονεϊκή αποξένωση” θέτει υπό αμφισβήτηση θεμελιώδεις υποθέσεις της “γονεϊκής αποξένωσης” ιδίως την υποτιθέμενη μονόπλευρη φύση της όπως και την διάρρηξη της σχέσης με τον γονέα που υφίσταται δυσφήμιση σε αντίθεση με τον γονέα που δυσφημεί. (Rowen & Emery 2019, 207)
Τα αποτελέσματα της έρευνας των Rowan & Emery, που διαψεύδουν μια βασική υπόθεση της θεωρίας της “γονεϊκής αποξένωσης”, δεν έχουν τύχει, ακόμα, σχολιασμού στη βιβλιογραφία υπέρ της θεωρίας.
Η έρευνα τωv Fortin, Hunt & Scanlan και το παιδί ως ανεξάρτητος στοχαστής.
Η έρευνα, των Fortin, Hunt and Scanlan (2012) επιβεβαιώνει ότι οι λόγοι για τους οποίους ένα παιδί αντιστέκεται στην επικοινωνία με τον έναν γονέα δεν μπορούν ποτέ να εξηγηθούν ως αποτέλεσμα μονομερούς χειραγώγησης του γονέα με τον οποίο διαμένει το παιδί (πιο συχνά αναφέρεται η μητέρα ως υποκείμενο που χειραγωγεί στη θεωρία της “γονεϊκής αποξένωσης”).
Τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν ότι όταν τα παιδιά αντιστέκονται στην επικοινωνία με τον γονέα που δεν έχει την επιμέλεια έχουν βάσιμους λόγους, τους οποίους έχουν διαμορφώσει τα ίδια, ανεξάρτητα από την αμοιβαία εκστρατεία δυσφήμισης στην οποία επιδίδονται μεταξύ τους οι γονείς (Fortin et al, 2012). Οι αιτίες που αναφέρουν τα παιδιά μπορεί να σχετίζονται με την αδιαφορία του γονέα, την απόρριψη από έναν νέο σύντροφο, ή ακόμα και με πρακτικούς παράγοντες όπως η απόσταση ή οι επαγγελματικές υποχρεώσεις του γονέα.
Οι Fortin et al στην έρευνα τους κατέγραψαν προσπάθειες χειραγώγησης από τον γονέα που είχε την επιμέλεια μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις και σε πολύ μικρά παιδιά. Τα ευρήματα της έρευνας δεν δικαιολογούν την αμφισβήτηση της επιθυμίας του παιδιού σε μια δικαστική υπόθεση, χωρίς να έχει προηγηθεί πολύ προσεκτική διερεύνηση των υποκείμενων λόγων για τους οποίους αυτό αντιστέκεται στην επικοινωνία, ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν έχουν παραβλεφθεί σημαντικοί παράγοντες της σχέσης του παιδιού με τον γονέα.